- μισάμπελος
- μισάμπελος, -ον (Α)αυτός που μισεί τα αμπέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἄμπελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισάμπελον — μῑσάμπελον , μισάμπελος hating the vine masc/fem acc sg μῑσάμπελον , μισάμπελος hating the vine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek